-
1 εὐμενής
A well-disposed, kindly, τινι to one, epith. of gods, h.Hom. 22.7 (not in Il. or Od.), Pi.P.2.25, A.Supp. 686 (lyr.), cf. X.HG6.4.2;ἵλεως καὶ εὐ. Id.Cyr.1.6.2
, Theoc.5.18;Ἑρμῆς IGRom.1.1228
(Egypt, ii A. D.);τὸ τῶν θεῶν εὐ. D.4.45
.2 of men, A. Pers. 175 (troch.), Supp. 488 ([comp] Comp.); , etc.; εὐ. πρός τι well-disposed for it, Plu.Luc.42; τὸ εὐ., = εὐμένεια, Pl.Lg. 792e;ξεῖνος δὲ ξείνψ.. -έστατον πάντων Hdt.7.237
: in [dialect] Dor. Prose, Schwyzer 84 (Argos, v B. C.).3 of actions, etc., εὐμενεῖ τύχα, νόῳ, Pi.O.14.15, P.8.18; εὐ. ὀλολυγμός signifying goodwill, friendly, A.Th. 268.4 of places and things, γῆ εὐ. ἐναγωνίσασθαι favourable to fight in, Th.2.74; εὐμενεῖ ποτῷ (of a river) kindly, bounteous, A. Pers. 487; of the air, mild, soft, Thphr.CP2.1.6; so of medicines, beneficial,ὑποχονδρίψ καὶ σπλάγχνοισιν Hp.Acut.59
, cf.Aret.CA1.3; but also, agreeable, [κόμμι]-έστερον κόλλης Hp.Art.33
; of a road, easy, X.An.4.6.12 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμενής
-
2 ποτός
II Subst., [full] ποτόν, τό, that which one drinks, drink, esp. of wine,κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Il.1.470
, etc.;θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες Od.2.341
;κρόμυον ποτῷ ὄψον Il.11.630
; of wine, A.Pers. 615, S.Tr. 703;τῷ ποτῷ χρησαμένους Hdt.2.121
.δ'; σῖτα καὶ ποτά meat and drink, Id.5.34, X.An.2.3.27;βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp. 1110
;σιτία καὶ π. Pl.Prt. 334a
, etc.
См. также в других словарях:
ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… … Dictionary of Greek
ποτό — το / ποτόν, ΝΜΑ 1. καθετί που πίνεται («σιτία καὶ ποτά», Πλάτ.) νεοελλ. οινοπνευματώδες ή αναψυκτικό παρασκεύασμα αρχ. πόσιμο νερό («Σπερχειός ἄρδει πεδίον εὐμενεῑ ποτῷ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρημ. επιθ. ποτός] … Dictionary of Greek